Σάββατο 21 Απριλίου 2012

Ελληνική Κυπριακή διάλεκτος


 

Αρκαδοκυπριακή διάλεκτος

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Μετάβαση σε: πλοήγηση, αναζήτηση
Χάρτης των αρχαίων ελληνικών διαλέκτων κατά την κλασική περίοδο. Με θαλασσί σημειώνεται η Αρκαδοκυπριακή
Ιστορία της
Ελληνικής γλώσσας

(βλ. επίσης Ελληνικό αλφάβητο)
Πρωτοελληνική (περ. 3000 π.Χ.)
Μυκηναϊκή (περ. 1600–1200 π.Χ.)
Αρχαία ελληνική
(περ. 800–300 π.Χ.)
Διάλεκτοι:
Αιολική, Αρκαδοκυπριακή, Αττική-Ιωνική,
Δωρική, Παμφυλιακή; Ομηρική.
πιθανή διάλεκτος: Μακεδονική.

Ελληνιστική Κοινή
(από περ. 300 π.Χ. ώς 300 μ.Χ. ή 600 μ.Χ.)
Μεσαιωνική ελληνική
(περ. 700-1700)
Νέα ελληνική γλώσσα
(από το 1700)
Δημοτική, Καθαρεύουσα
Διάλεκτοι:
Καππαδοκική, Κυπριακή,
Κατωιταλική , Κρητική
Ποντιακή, Τσακωνική, Ρωμανιώτικη

Η Αρκαδοκυπριακή διάλεκτος, αποκαλούμενη και νότια Αχαϊκή, είναι μία από τις διαλέκτους της αρχαίας ελληνικής, η οποία ομιλούνταν στην κεντρική Πελοπόννησο και στην Κύπρο. Οι ομοιότητές της με τη Μυκηναϊκή ελληνική, όπως την ξέρουμε από τις πινακίδες της Γραμμικής Β, οδηγούν στο συμπέρασμα ότι είναι απόγονός της. Η πρώιμη μορφή της, η Πρωτοαρκαδοκυπριακή, ήταν μάλλον η γλώσσα που ομιλούνταν από τους Αχαιούς στην Πελοπόννησο πριν την έλευση των Δωριέων, γι' αυτό και η Αρκαδοκυπριακή ονομάζεται και νότια Αχαϊκή. Η Πρωτοαρκαδοκυπριακή τοποθετείται περί το 1200 π.Χ. (υποθετικά) και εικάζεται ότι ήταν μια μορφή της μυκηναϊκής. Η εκδοχή αυτή στηρίζεται στην (καθ' όλα ρεαλιστική) υπόθεση, ότι η γλώσσα της Γραμμικής Β ήταν μια "τεχνητή" ή επίσημη γλώσσα των ανακτόρων, η οποία διέφερε από τη γλώσσα που μιλούσε ο λαός στις διάφορες περιοχές, όπου έχουν βρεθεί πινακίδες με Γραμμική Β.
Οι ομοιότητες Κυπριακής και Αρκαδικής διαλέκτου (ισόγλωσσα) μαρτυρούν ότι οι Αχαιοί είχαν αποικήσει και την Κύπρο. Στοιχεία για την αποίκηση αυτήν μας δίνει και ο Παυσανίας (Ἑλλάδος περιήγησις VIII 2), ο οποίος αναφέρει ότι μετά την καταστροφή της Τροίας οι Αρκάδες έπλευσαν στην Κύπρο και ίδρυσαν την Πάφο.
Ἀγαπήνωρ δὲ ὁ Ἀγκαίου τοῦ Λυκούργου μετὰ Ἔχεμον βασιλεύσας ἐς Τροίαν ἡγήσατο Ἀρκάσιν. Ἰλίου δὲ ἁλούσης ὁ τοῖς Ἕλλησι κατὰ τὸν πλοῦν τὸν οἴκαδε ἐπιγενόμενος χειμὼν Ἀγαπήνορα καὶ τὸ Ἀρκάδων ναυτικὸν κατήνεγκεν ἐς Κύπρον, καὶ Πάφου τε Ἀγαπήνωρ ἐγένετο οἰκιστὴς καὶ τῆς Ἀφροδίτης κατεσκευάσατο ἐν Παλαιπάφῳ τὸ ἱερόν·
Η αποίκηση πρέπει να συνέβη πριν το 1100 π.Χ.. Με την έλευση των Δωριέων στην Πελοπόννησο ένα τμήμα του πληθυσμού μετοίκησε στην Κύπρο και οι υπόλοιποι κατέφυγαν στα βουνά της Αρκαδίας. Στη συνέχεια λόγω της κατάρρευσης του Μυκηναϊκού κόσμου επικοινωνία δεν υπήρχε και η Κυπριακή διαφοροποιήθηκε από την Αρκαδική. Η Κυπριακή γραφόταν ως και τον 3ο αι. π.Χ. με το Κυπριακό συλλαβάριο, μια συλλαβική γραφή όμοια με τη Γραμμική Β. Οι δύο διάλεκτοι, που συγκροτούν την Αρκαδοκυπριακή (ή νότια Αχαϊκή) μάς είναι γνωστές μόνο από επιγραφές.

Χαρακτηριστικά [Επεξεργασία]

Τα κύρια χαρακτηριστικά της Αρκαδοκυπριακής και οι ιδιαιτερότητές της σε σχέση με τις άλλες διαλέκτους και κυρίως με την Αττική διάλεκτο είναι οι εξής:
  • Τροπή του –ο > -υ (κώφωση): καταλήξεις ρημάτων σε –τυ/-ντυ αντί Αττικού –το/-ντο, ἀπυ αντί ἀπό, ὑμοιοις αντί ὁμοίοις
  • Τροπή του -α > -ο (κώφωση): Πρόθεση ὀν αντί της Αττικής ἀνά, όνεθυσε αντί Αττικού ἀνέθυσε
  • Τροπή του εν > ιν: ἰν αντί Αττικού ἐν, μινονσαι αντί μένουσαι, κατάληξη μετοχής –μινος αντί Αττικού -μενος
  • Διατήρηση του δίγαμμα: Ϝεκαστον αντί Αττικού ἕκαστον
  • Τροπή του –τι > -σι: εἰκοσι, κατάληξη γ΄ πληθυντικού ρημάτων (όπως και στην Αττική)
  • Καταλήξεις μέσης φωνής γ΄ενικού και γ΄ πληθυντικού σε –τοι και –ντοι αντίστοιχα αντί Αττικών –ται και –νται: τετακτοι αντί τέτακται
  • Πρόθεση πος αντί Αττικού πρός
  • Στην Αρκαδική διατήρηση του –νσ-: δοτική πλυθυντικού σε –ονσι αντί Αττικού –ουσι, πανσας αντί Αττικού πᾶσας

 

 

Ελληνική Κυπριακή διάλεκτος

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Μετάβαση σε: πλοήγηση, αναζήτηση
Ιστορία της
Ελληνικής γλώσσας

(βλ. επίσης Ελληνικό αλφάβητο)
Πρωτοελληνική (περ. 3000 π.Χ.)
Μυκηναϊκή (περ. 1600–1200 π.Χ.)
Αρχαία ελληνική
(περ. 800–300 π.Χ.)
Διάλεκτοι:
Αιολική, Αρκαδοκυπριακή, Αττική-Ιωνική,
Δωρική, Παμφυλιακή; Ομηρική.
πιθανή διάλεκτος: Μακεδονική.

Ελληνιστική Κοινή
(από περ. 300 π.Χ. ώς 300 μ.Χ. ή 600 μ.Χ.)
Μεσαιωνική ελληνική
(περ. 700-1700)
Νέα ελληνική γλώσσα
(από το 1700)
Δημοτική, Καθαρεύουσα
Διάλεκτοι:
Καππαδοκική, Κυπριακή,
Κατωιταλική , Κρητική
Ποντιακή, Τσακωνική, Ρωμανιώτικη
Η Κυπριακή διάλεκτος (Κυπριακή Ελληνική ή "Κυπριακά") είναι η διάλεκτος της Ελληνικής γλώσσας που χρησιμοποιείται από περίπου επτακόσιες χιλιάδες Κυπρίους στην Κύπρο και μερικές εκατοντάδες χιλιάδες Κυπρίους της διασποράς, κυρίως στη Μεγάλη Βρετανία, την Αυστραλία και την Ελλάδα. Σχεδόν ποτέ δεν χρησιμοποιείται ως επίσημος γραπτός λόγος, αλλά είναι η κοινή ομιλουμένη των περισσοτέρων Ελληνοκυπρίων. Είναι επίσης η πρώτη γλώσσα πιο ηλικιωμένων Τουρκοκυπρίων από χωριά όπως η Λουρουτζίνα και από την περιοχή της Τυλληρίας. Οι περισσότεροι ηλικιωμένοι Τουρκοκύπριοι μιλούν τα Ελληνικά με Κυπριακή Διάλεκτο ως δεύτερη γλώσσα.
Συνήθως, σε επίσημο περιβάλλον θεωρείται πιο αποδεκτή η χρήση της Κοινής Νέας Ελληνικής (όπως στα σχολεία, στο κοινοβούλιο, στα μέσα ενημέρωσης και στην παρουσία μη Κυπρίων ομιλητών της Ελληνικής).
Στη νεότερη εποχή σημαντικοί ποιητές όπως ο Βασίλης Μιχαηλίδης (1849-1917) και ο Δημήτρης Λιπέρτης (1866-1937) και ακόμα νεότεροι όπως ο Παύλος Λιασίδης (1901-1985) κάνουν χρήση της διαλέκτου σε γραπτή μορφή. Πολλοί άλλοι λογοτέχνες, συνήθως ποιητές αλλά και πεζογράφοι, χρησιμοποιούν ακόμα την Κυπριακή διάλεκτο. Υπάρχει επίσης πληθώρα κυπριακών τραγουδιών (παραδοσιακά, δημοτικά και σύγχρονα), αλλά και σκετς, θεατρικά και τηλεοπτικές σειρές που χρησιμοποιούν τη διάλεκτο.

Πίνακας περιεχομένων

 [Απόκρυψη

Διαλεκτολογική ένταξη και έρευνα [Επεξεργασία]

Η Κυπριακή διάλεκτος αποτελεί στη σύγχρονη εποχή τη μοναδική πραγματικά ζωντανή ελληνική διάλεκτο, η οποία είναι μητροδίδακτη και παραγωγική στο νησί τής Κύπρου. Ανήκει στον γεωγραφικό και διαλεκτικό χώρο τής αρχαίας Αρκαδοκυπριακής και, μολονότι δεν προέρχεται άμεσα από αυτήν, είναι δυνατόν ακόμη και σήμερα να εντοπίσει κανείς κατάλοιπά της στο λεξιλόγιο των ομιλητών.
Κατά τη διάρκεια της Ελληνιστικής Κοινής και των πρώιμων μεσαιωνικών χρόνων, θεωρείται ότι η Κυπριακή διάλεκτος αποτέλεσε μέρος μιας ζώνης ανατολικών διαλέκτων (με δωρικές επιρροές), στις οποίες ανήκαν τα ιδιώματα των Δωδεκανήσων και της Μικράς Ασίας. Ωστόσο, η κοινή αυτή πορεία διακόπηκε το 1191 από τους σταυροφόρους, όταν η Κύπρος τέθηκε υπό τη γαλλική δυναστεία των Λουζινιανών και, ως εκ τούτου, μεταβλήθηκε σε φραγκικό κρατίδιο. Φαίνεται ότι μέσα στους τρεις επόμενους αιώνες η διάλεκτος απέκτησε τα περισσότερα από τα ιδιάζοντα χαρακτηριστικά της, όπως επιμαρτυρείται από τα πρώτα διαθέσιμα κείμενα, που είναι οι νομικού περιεχομένου Ασσίζες (14ος αι.) και το Χρονικόν τού Λεοντίου Μαχαιρά (15ος αι.). Η μακρά παρουσία των Φράγκων ερμηνεύει την είσοδο αρκετών λέξεων από την παλαιά Γαλλική, οι οποίες απουσιάζουν από άλλες διαλέκτους τής Ελληνικής. Επιπλέον, η απομόνωση της διαλέκτου επί τόσους αιώνες εξηγεί γιατί ακόμη και σήμερα αποτελεί αξιόπιστο μάρτυρα της μεσαιωνικής γραμματικής τής ελληνικής γλώσσας.
Άλλοι σημαντικοί σταθμοί στην ιστορία τής διαλέκτου, οι οποίοι άφησαν αξιοσημείωτα ίχνη στη σύγχρονη μορφή της, υπήρξαν η Ενετοκρατία (από το 1489) και κατόπιν η Τουρκοκρατία (από το 1571). Τέλος, η ισχυρή πολιτιστική επιρροή τής αγγλικής γλώσσας είναι εμφανής (από το 1878) και συνεχής στην Κυπριακή διάλεκτο.
Από διαλεκτολογικής πλευράς η Κυπριακή συγκαταλέγεται στα νότια ιδιώματα της ελληνικής γλώσσας, καθώς διατηρεί αμετάβλητα τα φωνήεντα των άτονων συλλαβών (εν αντιθέσει προς τα βόρεια ιδιώματα, όπου παρατηρούμε εκτεταμένες στενώσεις και κωφώσεις). Ακόμη ανήκει στη λεγόμενη νησιωτική ζώνη τού ίντα, επειδή χρησιμοποιεί την αντωνυμία ίντα (< τι ένι τα) αντί της αντωνυμίας τι στην εισαγωγή ερωτηματικών προτάσεων. Στην ίδια διαλεκτική ζώνη ανήκουν επίσης η Κρητική διάλεκτος, καθώς και τα ιδιώματα των Κυκλάδων και της Δωδεκανήσου.

Βασικά χαρακτηριστικά τής Κυπριακής διαλέκτου [Επεξεργασία]

A. Φωνολογικά χαρακτηριστικά [Επεξεργασία]

  1. Διατήρηση της προφοράς των διπλών συμφώνων (εκτός από το -ρρ-), αλλά και υστερογενής διπλασιασμός απλών συμφώνων, συνήθως σε ενδοφωνηεντική θέση και στο ληκτικό τέρμα -ννω των ρημάτων (λ.χ. άλ-λος, άμ-μος, βράσ-σω, αλ-λάσ-σω – σήμ-μερα, ποτ-τέ, πίν-νω, γκρεμ-μός) ή μεταξύ λέξεων (λ.χ. απ-πέξω, ταμ μάθκια «τα μάτια»).
    Σημείωση: Η ανάπτυξη υστερογενών διπλών φαίνεται ότι έχει την αφετηρία της στην ελληνιστική εποχή, όταν ακόμη διετηρείτο η προφορά των διπλών συμφώνων στον ελληνόφωνο κόσμο (άποψη Seiler και Καραναστάση).
  2. Διατήρηση του τελικού -ν των ονομάτων (κυρίως) και των ρημάτων τής μεσαιωνικής Ελληνικής (λ.χ. χαρτίν, τραπέζιν, βουνόν, αιτιατική θάλασ-σαν, ταμίαν, τέθκοιαν ημέραν, ρήματα (α)δονούσεν, τραυούμεν, έλαμνεν, εν νοδκιά «είναι ομίχλη [νοτιά]»), αλλά και ανάπτυξή του σε άλλες θέσεις, χωρίς ιστορική βάση (λ.χ. πρόγραμ-μαν, γ΄ πρόσ. εξέβην).
  3. Αφομοίωση του ερρίνου με τους άηχους κλειστούς φθόγγους, με αποτέλεσμα τον σχηματισμό νέων διπλών συμφώνων (λ.χ. αθ-θός < ανθός, νύφ-φη < νύμφη, συχ-χωρώ < συγχωρώ, ακάθ-θα < ακάνθα). Το φαινόμενο λειτουργεί επίσης μεταξύ λέξεων (λ.χ. εδ δακ-κάν-νει «δεν δαγκώνει», εθ θέλω «δεν θέλω») και μαρτυρείται ήδη από τον μεσαίωνα.
  4. Σίγηση των ενδοφωνηεντικών β, γ, δ (ηχηρών διαρκών) και κατόπιν συχνή συγχώνευση των φωνηέντων ή έκκρουση του ασθενεστέρου (λ.χ. φοούμαι «φοβούμαι», μαειρεύκω «μαγειρεύω», τριυρίζω, γάαρος < γάδαρος, ετσά < ετσιδά).
  5. Εκτεταμένη ουράνωση και δασύς τσιτακισμός τού κ σε κ̌, καθώς και προσθίωση του χ σε χ̌ προ των φωνηέντων /e, i/ (λ.χ. κ̌εφαλή «κεφαλή», κ̌υώνιν «κυδώνι», χαρκ̌ίν < χαλκείον, παχ̌ιά < παχιά, φτώχ̌ια < φτώχια, σ̌κ̌ύλλος < σκύλος.
  6. Προφορά των αήχων κλειστών κ, π, τ συνοδευόμενων από δασύ πνεύμα (περίπου όπως τα ανακεκαμμένα αρχικά σύμφωνα στα αγγλικά take, tall, λ.χ. κόκκ'αλον, ποτ'έ).
  7. Ανομοίωση διάρκειας των συμφωνικών συμπλεγμάτων βγ > βg/βκ, βδ > βd/βτ, γδ > γτ, ργ/ρχ > ρg/ρκ (λ.χ. αρκή < αρχή, αρκάντžελος < αρ-χάγγελος, κόβκω < κόβγω, γτύννω < (ε)γδύννω < εκδύω) και αφομοίωση ηχηρότητας των συμφωνικών συμπλεγμάτων χρ > γρ, φρ > βρ, φλ > βλ, θρ > δρ (λ.χ. Γριστούγεν-να, βρίσσω «σωπαίνω» < φρίττω, δρέφει «επουλώνει, γιαίνει» < θρέφει).

Β. Μορφοσυντακτικά χαρακτηριστικά [Επεξεργασία]

  1. Διατήρηση των ληκτικών επιθημάτων -ουσιν και -ασιν στο γ΄ πληθυντικό πρόσωπο του ενεστώτα και μέλλοντα (το -ουσιν) και του αορίστου (το -ασιν). Πρόκειται για αξιοσημείωτο αρχαϊσμό τής διαλέκτου (λ.χ. κλώθουσιν, φεύκουσιν, αναστενάξασιν, εχαθήκασιν). Ωστόσο, και τα επιθήματα -ουν και -αν της Νεοελληνικής Κοινής επιδίδουν με αυξανόμενο ρυθμό.
  2. Εκτεταμένη παρουσία τού ρηματικού παραγωγικού επιθήματος -ίσκω, είτε επειδή διατηρήθηκε από παλαιότερη φάση τής γλώσσας είτε από κατ’ αναλογίαν σχηματισμό με βάση το αοριστικό θέμα. Προσδίδει στο ρήμα εναρκτική ή θαμιστική σημασία (λ.χ. κριν-ίσκω, μειν-ίσκω, φαν-ίσκω «υφαίνω», ταντžυν-ίσκω < ταγγός).
  3. Διατήρηση αξιοσημείωτων αρχαϊσμών στον παρατατικό των πρώην συνηρημένων ρημάτων (λ.χ. θωρώ: εθώρουν, εθώρες, εθώρεν…) και παραμονή τού τόνου στην προπαραλήγουσα στη μέση φωνή των προπαροξύτονων ρημάτων (λ.χ. šαίρουμαι: εšαίρουμουν, εšαίρεσουν, εšαίρετουν…, ρέουμαι < ορέγομαι: ερέουμουν, ερέεσουν, ερέετουν…, αλλάσσουμαι: αλλάσσουμουν, αλλάσσεσουν, αλλάσσετουν…, βάλλουμαι: εβάλλουμουν, εβάλλεσουν, εβάλλετουν, έρκουμαι: έρκουμουν, έρκεσουν, έρκετουν…).
  4. Επίταξη του εγκλιτικού μετά το ρήμα, όπως συμβαίνει και με άλλα νησιωτικά ιδιώματα (λ.χ. έδοξέν μου «μου φάνηκε», λαχαίννει του, έωκέν μας «μας έδωσε», λαλεί του «του λέει»).
  5. Χρήση τού άρθρου τα ως αναφορικής αντωνυμίας με σημασία «αυτά που, τα οποία» (λ.χ. τα γρικώ στ’ αφθιά μου, θαρρώ ζυγώνουσί με «αυτά που ακούω στα αφτιά μου, θαρρώ πως με ζυγώνουν»).
  6. Χρήση τής εμφατικής άρνησης ’εν τžαι (< δεν και) αντί του απλού δεν (λ.χ. ’εν τžαι δίνει μου, ’εν τžαι είδα τον).
  7. Χρήση τού περιφραστικού δείκτη εν να, ο οποίος προέρχεται από τη φρ. θέλω να (απρόσ. θέλει να) > θελ’ να > θεν’ να > εν να, για τον σχηματισμό τού διαρκούς και του στιγμιαίου μέλλοντα (λ.χ. εν να κλαίω – εν να κλάψω).
  8. Κλίση τού ρήματος είμαι σε ενεστώτα και παρατατικό: (ενεστώτας) είμαι, εί-σαι, είναι / έναι / έν(ι), είμαστιν, είσαστιν, είναι / έναι / έν(ι), (παρατατικός) ήμουν, ήσουν, ήτουν / ήταν, ήμαστιν, ήσαστιν, ήτουν / ήταν).
  9. Η κλίση των προσωπικών αντωνυμιών τής διαλέκτου αποτυπώνεται στον ακόλουθο πίνακα:
  Ισχυροί τύποι Κλιτικά
Ονομ. Αιτ. Γεν. Αιτ. Γεν.
1ο πρόσωπο Εν.
Πληθ.
(εγιώ / εγιώνι) / εγώ(νι)
εμείς
εμένα(ν)
εμάς
με
μας
μου
μας
2ο πρόσωπο Εν.
Πληθ.
εσού / εσούνι
εσείς
εσένα(ν)
εσάς
σε
σας
σου
σας
3ο πρόσωπο Εν. αρσ.
θηλ.
ουδ.
τούτος
τούτη(ν)
τούτο(ν)
τούτο(ν)/τούντο(ν)
τούτη(ν)/τούντη(ν)
τούτο(ν)/τούντο(ν)
τούτου/τούντου
τούτης/τούντης
τούτου/τούντου
το(ν)
τη(ν)
το
του
της
του
Πληθ. αρσ.
θηλ.
ουδ.
τούτοι
τούτες
τούτα
τούτους/τούντους
τούτες/τούντες
τούτα/τούντα
τούτων/τούντων
τούτων/τούντων
τούτων/τούντων
τους
τες
τα
τους
τους
τους

Γ. Λεξιλογικά χαρακτηριστικά [Επεξεργασία]

Εξαιτίας των διαφόρων γλωσσικών στρωμάτων που ανά τους αιώνες συνδέθηκαν με το νησί τής Κύπρου, μπορούμε σήμερα να εντοπίσουμε τις ακόλουθες χαρακτηριστικές λεξιλογικές ομάδες, πέρα από το λεξιλόγιο που είναι κοινό κτήμα με τις υπόλοιπες διαλέκτους και με την Κοινή:
  1. Αρχαϊσμοί: Αξιοσημείωτος είναι ο λεξιλογικός πλούτος που διασώζει στοιχεία από την αρχαία και ελληνιστική εποχή τής Ελληνικής. ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑΤΑ: άφτω «ανάβω» (< άπτω), φτείρα «ψείρα» (< αρχ. φθείρ, -ρός), šοίρος (< χοίρος), ποζέγνω (< αρχ. ἀποζεύγνυμι), δρόπης (< ελνστ. ὑδρόφις, -εως), καμμώ «κλείνω τα μάτια» (< αρχ. καμμύω), κίλλης «μικρόσωμος γάιδαρος» (λ. τής αρχ. Κυπριακής), ροθέσιν (< αρχ. ὁροθέσιον), ορτσούμαι «χορεύω» (< αρχ. ὀρχοῦμαι), ξαργκώ «μένω αδρανής» (< αρχ. ἐξαργῶ).
  2. Ιδιωματισμοί: Σε αυτούς περιλαμβάνονται λέξεις και φράσεις γνωστές στον ελληνόφωνο κορμό, οι οποίες όμως έχουν αποκτήσει εντελώς διακριτή σημασία και χρήση. ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑΤΑ: γέν-νημαν ήλιου «ανατολή», χαρτωμένος «αρραβωνιασμένος» (από το χαρτί τού προικοσυμφώνου), θαρκούμαι «νομίζω» (< θαρρούμαι), στρούθος «σπουργίτης», κούκ-κουρον «παξιμάδι» (υποκορ. τού ουσ. κόκκος), μιτά μου «μαζί μου».
  3. Παλαιά Γαλλικά δάνεια: Λέξεις τής παλαιάς Γαλλικής και των διαλέκτων της εισήλθαν μεταξύ τού 12ου και του 14ου αιώνα, καθιστώντας την Κυπριακή διάλεκτο μοναδική από αυτή την άποψη στον ελληνόφωνο κόσμο. ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑΤΑ: τσαέρα «καρέκλα» (< προβηγκ. chaira), τσαΐνα «αλυσίδα» (< προβηγκ. chaina), βλαντζίν «συκώτι» (< παλ. γαλλ. flanc), κουμανταρία «γλυκό κρασί τής Κύπρου» (< παλ. γαλλ. vin de commanderie «κρασί τού τάγματος Commanderie των Ιωαννιτών ιπποτών»), κουμουδκιάζω «ετοιμάζω ταφή νεκρού» (< προβηγκ. accoumoudar), κουφουρκιάζω «παρηγορώ» (< προβηγκ. coumfortar), μίζαρον «σάβανο» (< παλ. γαλλ. mise à mort).
  4. Ιταλικά και Βενετικά δάνεια: Η περίοδος της Βενετοκρατίας άφησε αξιοσημείωτα ίχνη στη διάλεκτο. ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑΤΑ: βαντζάρω «προχωρώ» (< avanzare), γάρπος «καμάρι» (< garbo), ζόπ-πος «αδέξιος» (< zoppo), κάστϊον «βάσανο» (< castigo), κουρτέλ-λα «μαχαίρι» (< coltella), πιν-νιάδα «πήλινη χύτρα» (< pignada).
  5. Τουρκικά δάνεια: Οι τουρκικές λέξεις είναι πολυάριθμες και απαντούν προσαρμοσμένες στα μορφολογικά σχήματα της διαλέκτου. ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑΤΑ: άσ̌κοσ-σου «μπράβο» (< aşk olsun), ζατ-τίν «έτσι κι αλλιώς» (< zatî), ζϊαφέτ-τιν «συμπόσιο» (< ziyafet), καΐσ̌ιν «παγίδα» (< kayış), κκουσ̌μάς «κουβέντα» (< konuşma), μέσελα «δηλαδή;» (< mesele).
  6. Αγγλικά δάνεια: Οι αγγλικές λέξεις έχουν εισέλθει από την περίοδο της αγγλοκρατίας και διευρύνουν έκτοτε διαρκώς την παρουσία τους στο λεξιλόγιο της διαλέκτου, πράγμα που προωθείται από τη διαρκώς ενισχυόμενη επιρροή τού αγγλόφωνου κόσμου στη νήσο. Όσες έχουν προσαρμοστεί μορφολογικά υπέστησαν αξιοσημείωτη αλλοίωση. ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑΤΑ: φούρπ’ος «ποδόσφαιρο» (< football), σέντερ «αποστολέας (αλληλογραφίας)» (< sender), τšαρτšάρω «χρεώνω» (< charge), τρενάρω «εκπαιδεύω» (< train). Χαρακτηριστικός άγγλισμός είναι επίσης το ρ. απολογούμαι, που έχει αποκτήσει τη σημ. «ζητώ συγγνώμη» με επίδραση του ελληνογενούς αγγλ. apologise.

Δ. Δείγματα τής διαλέκτου [Επεξεργασία]

Πλαίσιο 1: Δίστιχα
Άντα σειστείς κ̌αι λυγιστείς κ̌αι σιγοπερπατήσεις,
ούλου του κόσμου τους καμούς εν να μου τους ποτίσεις.

κ̌ινούρκο[nb 1] δ-δαχτυλίδι φ-φορείς στο χ̌έρι σ-σου,
στην πέτρα γράφει πάνω, να γίνω ταίρι σ-σου.

Την αγαπώ χαρτολοούν[nb 2] κ̌ι’ εμέν παρηγορούσιν,
πάλε τα μ-μάδκια μου δικλούν την αγαπώ να δούσιν.

κ̌αι να ’μουν κλήμαν κρεμ-μαστόν εις την κληματερή σ-σου,
νά ’ρκεσουν νά ’π-πεφτες στο σ̌κ̌ιος, να χόρταν-να το δει[nb 3] σ-σου.


  1. καινούργιο
  2. παντρολογούν
  3. δει < απρφ. ιδείν
Πλαίσιο 2: Παραμύθι, περ. Κυπριακαί Σπουδαί, τόμ. ΙΓ΄, Λευκωσία 1949, σ. 26-7
Κυπριακή διάλεκτος Μεταγραφή στην Κοινή Νέα Ελληνική
Η κοντονούρα η αλεπού, άμα κ̌ι’ αρκ̌έψαν οι άλ-λες να την περιπαίζουν, εΐνη φ-φωδκιά ’που το θ-θυμόν της, αμ-μά ’ν είπε λ-λέξη. Γιάλι-άλι έφυεν κ̌αι πήε μ-μανιχ̌ή της αλ-λού. Ύστερα ’που λ-λίες ημέρες ευρεθήκασιμ πάλε, αμ-μά η κοντονούρα η αλεπού εχών-νετουμ ’που λ-λόου τους να δει ίντα ’μ που λαλούν. Ακούει τες κ̌αι παραπονιούνται πως εν ιβρίσκουν τίποτε να φάσιν.
Η αλεπού με την κομμένη ουρά, όταν άρχισαν οι άλλες να την περιπαίζουν, έγινε φωτιά από τον θυμό της, αλλά δεν είπε λέξη. Αργά-αργά (αγάλι-αγάλι) έφυγε και πήγε μοναχή της αλλού. Ύστερα από λίγες ημέρες βρέθηκαν πάλι, αλλά η αλεπού με την κομμένη ουρά κρυβόταν από αυτές, για να δει τι λένε. Τις ακούει να παραπονούνται ότι δεν βρίσκουν τίποτε να φ      

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου